διασκέλισμα

διασκέλισμα
το
1. το άνοιγμα τών σκελών κατά τη βάδιση
2. η δρασκελιά
3. η διάβαση πάνω από κάτι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • διασκελισμός — ο 1. το διασκέλισμα 2. (στιχουργ.) η μη ολοκλήρωση νοήματος, φράσης ή και λέξης στο τέλος στίχου και η συνέχιση στον επόμενο (enjambement) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”